γενναιόδωρα

γενναιόδωρα
generously

Ελληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary). 2015.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Τσαϊκόφσκι, Πιοτρ Ίλιτς — (Βοτκίνσκ 1840 – Πετρούπολη 1893). Ρώσος συνθέτης. Γιος του Ιλία Πέτροβιτς, ορυκτολόγου μηχανικού, και της Αλεξάνδρας Αντρέγεβνα Ασιέ, από την οποία ο Τ. πήρε μερικά στοιχεία του χαρακτήρα του, τη λεπτή ευαισθησία του και τη βασανιστική νεύρωσή… …   Dictionary of Greek

  • δαψιλής — ές και δαψιλός, ή, ό (AM δαψιλής, ές και δαψιλός, ή, όν) Ι. 1. άφθονος, πλουσιοπάροχος 2. (για πρόσωπα) γενναιόδωρος, σπάταλος αρχ. μσν. επίρρ. δαψιλῶς με αφθονία, γενναιόδωρα, σπάταλα αρχ. (για τόπους) εκτεταμένος, αχανής. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. δαψιλός… …   Dictionary of Greek

  • κουρτέσικος — κουρτέσικος, η, ον (Μ) [κουρτέσης] 1. ευγενικός, φιλοφρονητικός 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ κουρτέσικον ευγένεια, αρχοντιά. επίρρ... κουρτέσικα (Μ) 1. με ευγενικό τρόπο 2. γενναιόδωρα …   Dictionary of Greek

  • λαμπρός — Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Βλ. λ. Θεόδωρος. Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. * * * ή, ό, θηλ. και ά (AM λαμπρός, ά, όν, θηλ. και ή) 1. αυτός που λάμπει, λαμπερός, φωτεινός, ακτινοβόλος (α. «ο ήλιος είναι σήμερα λαμπρός» β. «ἦν …   Dictionary of Greek

  • προφιλοτιμούμαι — έομαι, Μ (η μτχ. παθ. αορ. ως ουσ.) το προφιλοτιμηθέν αυτό που δόθηκε γενναιόδωρα προηγουμένως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + φιλοτιμοῦμαι] …   Dictionary of Greek

  • Βιριάθος — (Viriatus, ; – 139 π.Χ.).Ηγέτης της λουζιτανικής εξέγερσης εναντίον της Ρώμης. Ο Β. συγκρότησε στράτευμα με αποφασισμένους ομοεθνείς του και κήρυξε τον πόλεμο κατά της ρωμαϊκής κυριαρχίας στη Λουζιτανία (Πορτογαλία) και στην Ισπανία. Νίκησε,… …   Dictionary of Greek

  • Ισσός — Αρχαία πόλη της Κιλικίας, στη Μικρά Ασία. Βρίσκεται στον μυχό του Ισσικού κόλπου, απ’ όπου πήρε και την ονομασία της. Ο Ξενοφών, ο οποίος πρώτος από τους αρχαίους Έλληνες συγγραφείς μνημονεύει την Ι., την αποκαλεί «πόλη μεγάλη και ευδαίμονα»… …   Dictionary of Greek

  • Πολωνία — Κράτος της Κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Δ με τη Γερμανία και την Τσεχία, στα ΒΑ με τη Ρωσία και τη Λιθουανία, στα Α με τη Λευκορωσία και την Ουκρανία στα Ν με τη Σλοβακία, ενώ βρέχεται στα Β από τη Βαλτική θάλασσα.H Πολωνία καταλαμβάνει, στη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”